- τριωβολεῖος
- τρῐωβολ-εῖος, α, ον,A amounting to three obols (sc. per mina per month),
τόκος POxy.506.12
(ii A. D.), BGU362 xv 5 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόκος POxy.506.12
(ii A. D.), BGU362 xv 5 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριωβολείος — εία, ον, Α [τριώβολον] (για χρηματικό ποσό) αυτός που ανέρχεται σε τρεις οβολούς … Dictionary of Greek
τριωβολείου — τριωβολεῖος amounting to three obols masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)